πευστήριος

πευστήριος
-ία, -ον, Α [πεύθομαι]
το θηλ. ως ουσ. ἡ πευστηρία
η θυσία που γινόταν με σκοπό να διερευνήσουν, να μάθουν τις διαθέσεις και τη θέληση τών θεών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”